πασχόντων

πασχόντων
πάσχω
have
pres part act masc/neut gen pl
πάσχω
have
pres imperat act 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Στέρνμπεργκ — Ν φρ. «Στέρνμπεργκ κύτταρο» ιατρ. πολυπύρηνο γιγαντοκύτταρο που είναι παθογνωμονικό τής λεμφοκοκκιωματώσεως και εμφανίζεται στα λεμφογάγγλια και στα αιμοποιητικά όργανα τών πασχόντων …   Dictionary of Greek

  • αλκαπτόνη — η βιοχημικός όρος που παλαιότερα δινόταν στο ομογεντισινικό* οξύ, το οποίο απομονώνεται από τα ούρα τών πασχόντων από αλκαπτονουρία. Λέγεται και αλκαπτονικό οξύ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. alkapton ή alcapton, νόθο… …   Dictionary of Greek

  • βελονισμός — Αρχαιότατη θεραπευτική μέθοδος, η οποία χρησιμοποιείται στην ιατρική των Κινέζων από τη δεύτερη χιλιετία π.Χ. Στην Ευρώπη την εισήγαγαν τον 18ο αι. ιησουίτες ιεραπόστολοι. Εφαρμόζεται ακόμη και σήμερα, ιδιαίτερα στην Άπω Ανατολή, όπου έχει τον… …   Dictionary of Greek

  • ευθανασία — Όρος, ο οποίος στην αρχική έννοιά του σημαίνει ένδοξος, ωραίος, ήσυχος και φυσικός θάνατος, ο οποίος γίνεται δεκτός με πνεύμα γαλήνιο, ως μια τέλεια περάτωση της ζωής. Επίσης, ο όρος υποδηλώνει τον ανώδυνο θάνατο που προκαλείται ή επισπεύδεται με …   Dictionary of Greek

  • ηπατίτιδα — Φλεγμονή του ήπατος. Μπορεί να οφείλεται σε ιούς, σε φάρμακα (συμπεριλαμβανομένου και του αλκοόλ) και σε δηλητήρια. Διακρίνονται διάφοροι τύποι η. ανάλογα με τον αιτιολογικό παράγοντα: η.Α (παλαιότερα γνωστή ως λοιμώδης). Προκαλείται από τον ιό… …   Dictionary of Greek

  • λύκος — I (Βοτ.). Κοινή ονομασία του φυτικού γένους Orobanche της οικογένειας των οροβαγχιδών. Τα φυτά αυτά, που είναι γνωστά και με την κοινή ονομασία λυκόχορτα, είναι δικοτυλήδονα φυτά που αναπτύσσονται ως παράσιτα. Έχουν παχύ, σαρκώδη βλαστό, χωρίς… …   Dictionary of Greek

  • οροδιαγνωστικός — ή, ό 1. ιατρ. αυτός που αφορά τη διάγνωση η οποία γίνεται με βάση την ανάλυση και εξέταση τού ορού τού αίματος 2. το θηλ. ως ουσ. η οροδιαγνωστική ιατρ. μέθοδος ανοσολογικής διαγνωστικής τών λοιμωδών και τών αυτοανοσιακών νοσημάτων η οποία… …   Dictionary of Greek

  • ρευματισμό — ο / ῥευματισμός, ΝΑ νεοελλ. ιατρ. γενική ονομασία που καλύπτει διαφορετικές παθήσεις οι οποίες προσβάλλουν πιο ειδικά το κινητήριο σύστημα, δηλαδή τα οστά και τις αρθρώσεις, αλλά και τους μυς και τους τένοντές τους, καθώς και ορισμένα συναφή… …   Dictionary of Greek

  • τριποδισμός — ο, Ν 1. (για άλογο) καλπασμός 2. ιατρ. βηματισμός τών πασχόντων από παράλυση τών δακτύλων τών ποδιών, κατά τον οποίο ανυψώνεται έντονα η κνήμη με κάμψη τού μηρού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριποδίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν… …   Dictionary of Greek

  • ψάμμος — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. ψάμμη και δωρ. τ. ψάμμα και ως αρσ. ψάμμος, ὁ και αιολ. τ. ψόμμος, ὁ, Α η άμμος νεοελλ. 1. ιατρ. η αμμώδης υποστάθμη στα ούρα τών πασχόντων από ψαμμίαση 2. φρ. «ψάμμος τού εγκεφάλου» ανατ. συγκρίματα με διαστάσεις κόκκων άμμου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”